- δασμοῦ
- δασμόςdivision of spoilmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δίπλωμα — το (AM δίπλωμα) το να διπλώνει κανείς κάτι νεοελλ. 1. τσάκισμα, δίπλωση 2. έγγραφο που αναγνωρίζει επίσημα μια ικανότητα, ειδικότητα, αξία, πτυχίο εκπαιδευτικού ιδρύματος ή αρχής που δίδεται μετά το τέλος τών σπουδών, πτυχίο («δίπλωμα ιατρικής») … Dictionary of Greek
δασμολόγηση — η η επιβολή δασμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < δασμολογώ. Η λ. μαρτυρείται στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως (αρχή εκδ. 1833)] … Dictionary of Greek
εισαγωγή — Πράξη με την οποία ένα εμπόρευμα εισάγεται από χώρα του εξωτερικού στην εσωτερική αγορά. Στην εθνική λογιστική ονομάζονται ε. και οι ολικές ποσότητες εμπορευμάτων, οι οποίες σε μια ορισμένη περίοδο έχουν εισαχθεί από το εξωτερικό. Οι ε.… … Dictionary of Greek
λαθρεμπόριο — Σύμφωνα με ορισμένες νομοθεσίες (γερμανική, βελγική, ισπανική) και κατά την κοινώς διαδεδομένη έννοια του όρου, λ. θεωρείται η εισαγωγή απαγορευμένων εμπορευμάτων σε μια χώρα. Κατά την ελληνική νομοθεσία (ν. 1165/1918 «περί τελωνειακού κώδικος»,… … Dictionary of Greek
ολογραφικός — ή, ό (Μ ὁλογραφικός, ή, όν) [ολόγραφος] νεοελλ. ολόγραφος μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὁλογραφικά είδος δασμού … Dictionary of Greek
Εϊνάουντι, Λουίτζι — (Luigi Einaudi, Κούνεο 1874 – Ρώμη 1961). Ιταλός οικονομολόγος και πολιτικός, πρόεδρος της Ιταλικής δημοκρατίας (1948 55). Διέπρεψε ως δημοσιογράφος και από το 1902 δίδαξε οικονομικές επιστήμες στα πανεπιστήμια του Τορίνο και του Μιλάνου. Το 1919 … Dictionary of Greek
Μογγολία — Κράτος της κεντρικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Ρωσία και στα Α, στα Ν και στα Δ με την Κίνα.Tα εδαφικά όρια της Μ., εξαιτίας των χαρακτηριστικών της περιοχής στην οποία εκτείνεται η χώρα, δεν καθορίζονται από φυσικά στοιχεία, εκτός από το… … Dictionary of Greek
δασμολόγηση — η ο προσδιορισμός δασμού, η φορολογία: Τα περισσότερα εισαγόμενα προϊόντα υπόκεινται σε δασμολόγηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τελωνισμός — ο η επιβολή ή η πληρωμή τελωνειακού δασμού στα εισαγόμενα ή εξαγόμενα εμπορεύματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φορολογία — η 1. η είσπραξη, φόρου, η ζήτηση δασμού: Τα κρατικά εισοδήματα από τη φορολογία ειδών πολυτελείας. 2. η επιβολή φόρου: Το κράτος θα βάλει νέες φορολογίες. 3. ο φόρος: Φορολογία εισοδήματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)